Greek Meaning of catchable

πιασάρικος

Other Greek words related to πιασάρικος

Definitions and Meaning of catchable in English

Webster

catchable (a.)

Capable of being caught.

FAQs About the word catchable

πιασάρικος

Capable of being caught.

σύλληψη,πάρει,αρπάζω,κατάσχεση,αρπάζω,τσάντα,αστυνομικός,μάντρα,Παλεύω,γάντζος

νοσταλγώ,Απελευθέρωση,εκφόρτιση,σταγόνα,δωρεάν,απελευθερώνω,χαλαρώνω,αφήνω

catch up with => προλαβαίνω, catch up => να καλύψω την απόσταση, catch title => Ελκυστικός τίτλος, catch some z's => Κάνω έναν υπνάκο., catch sight => διακρίνω,