Greek Meaning of glom

μάζα

Other Greek words related to μάζα

Definitions and Meaning of glom in English

Wordnet

glom (v)

take by theft

seize upon or latch onto something

FAQs About the word glom

μάζα

take by theft, seize upon or latch onto something

aρπάζω,πάρει,αρπάζω,κατάσχεση,αρπάζω,τσάντα,σύλληψη,αστυνομικός,μάντρα,Παλεύω

νοσταλγώ,Απελευθέρωση,εκφόρτιση,σταγόνα,δωρεάν,απελευθερώνω,χαλαρώνω,αφήνω

glogg => Γκλογκ, glode => Γη, glockenspiel => Γκλόκενσπιελ, glochidium => Γλωχίδιο, glochidiate => Ακανθώδης,