FAQs About the word bucker

άλογο που ξεμακραίνει

One who bucks ore., A broad-headed hammer used in bucking ore., A horse or mule that bucks.

όμορφος,φιλαράκι,Μπο Μπράμελ,φλώρος,γενναιοδωρος,κίσσα,Μακαρόνι,λεπίδα,καβαλάρης,Κομψευόμενος

αλήτης,σλοβένικος

bucked up => ενθαρρυμένος, bucked => έδειξε αντίσταση, buckboard => υπηρέτη, buckbean family => Βατραχοκοκκίδες, buckbean => Λειμώνιο,