Greek Meaning of bucker
άλογο που ξεμακραίνει
Other Greek words related to άλογο που ξεμακραίνει
Nearest Words of bucker
Definitions and Meaning of bucker in English
bucker (n.)
One who bucks ore.
A broad-headed hammer used in bucking ore.
A horse or mule that bucks.
FAQs About the word bucker
άλογο που ξεμακραίνει
One who bucks ore., A broad-headed hammer used in bucking ore., A horse or mule that bucks.
όμορφος,φιλαράκι,Μπο Μπράμελ,φλώρος,γενναιοδωρος,κίσσα,Μακαρόνι,λεπίδα,καβαλάρης,Κομψευόμενος
αλήτης,σλοβένικος
bucked up => ενθαρρυμένος, bucked => έδειξε αντίσταση, buckboard => υπηρέτη, buckbean family => Βατραχοκοκκίδες, buckbean => Λειμώνιο,