Greek Meaning of bolt-hole
έξοδος κινδύνου
Other Greek words related to έξοδος κινδύνου
- λιμάνι
- καταφύγιο
- Υποχώρηση
- ιερό
- καταφύγιο
- άσυλο
- λιμάνι
- διαμονή
- όαση
- κατοικία
- ιερό
- κατοικία
- αγκυροβόλιο
- κάστρο
- Μονή
- ντουλάπα
- εξώφυλλο
- φωλιά
- ανασκαφές
- κατοικία
- κατοικία
- οχυρό
- οχύρωμα
- κατοικία
- Καταφύγιο
- κρυψώνα
- κρυψώνα
- σπίτι
- στέγαση
- φωλιά
- αγκυροβόλιο
- μαξιλάρι
- τόπος
- λιμάνι
- τεταρτημόρια
- ανάπαυση
- στέγη
- οθόνη
- αποθήκη
- οχύρωση
Nearest Words of bolt-hole
Definitions and Meaning of bolt-hole in English
bolt-hole (n)
a hole through which an animal may bolt when pursued into its burrow or den
FAQs About the word bolt-hole
έξοδος κινδύνου
a hole through which an animal may bolt when pursued into its burrow or den
λιμάνι,καταφύγιο,Υποχώρηση,ιερό,καταφύγιο,άσυλο,λιμάνι,διαμονή,όαση,κατοικία
No antonyms found.
bolthead => βίδα, bolter => βίδα, boltel => Μπολτέλ, bolted => μπουλονάρω, bolt out => να βγει με φόρα,