Greek Meaning of adulator
κόλακας
Other Greek words related to κόλακας
Nearest Words of adulator
- adulatory => κολακευτικό
- adulatress => μοιχαλίς
- adult => ενήλικας
- adult body => Σώμα ενηλίκου
- adult education => Εκπαίδευση Ενηλίκων
- adult female => Ενήλικη γυναίκα
- adult female body => Σώμα ενήλικης γυναίκας.
- adult intelligence => Ενήλικη νοημοσύνη
- adult male => Ενήλικος άνδρας
- adult male body => σώμα ενήλικα άνδρα
Definitions and Meaning of adulator in English
adulator (n)
a person who uses flattery
adulator (n.)
A servile or hypocritical flatterer.
FAQs About the word adulator
κόλακας
a person who uses flatteryA servile or hypocritical flatterer.
λατρεία,Λατρεία,λατρεία,λατρεία,αγάπη,εκτίμηση,σεβασμός,θεοποίηση,Ηρωολατρεία,ειδωλολατρία
καταδίκη,αποδοκιμασία,απόλυση,αδιαφορία,περιφρόνηση,Αντιπάθεια,αηδία,δυσμένεια
adulation => κολακεία, adulate => λατρεύω, adularia => αδουλάριος, adsuki bean => Φασόλια αζούκι, adstringent => στυπτικός,