FAQs About the word adsorptive

προσροφητικός

having capacity or tendency to adsorb or cause to accumulate on a surface

No synonyms found.

No antonyms found.

adsorption => Απορρόφηση, adsorbent material => Προσροφητικό υλικό, adsorbent => προσροφητικό, adsorbate => προσροφητικό, adsorbable => απορροφήσιμος,