FAQs About the word absently

αφηρημένα

in an absentminded or preoccupied mannerIn an absent or abstracted manner.

χαμένος,έξω,μακριά,πήγε,συνταξιούχος,στο εξωτερικό,Α.Ω.Λ.,αποθανών,κοπανατζής

εδώ,παρόν,σε,συνοδευτικός,παρών,συμμετέχων

absenting => απών , absenter => απών, absenteeism => απουσιασμός, absentee rate => ποσοστό απουσιών, absentee ballot => Ψήφος δι'αλληλογραφίας,