FAQs About the word absentee ballot

Ψήφος δι'αλληλογραφίας

(election) a ballot that is cast while absent (usually mailed in prior to election day)

αυστραλιανο ψηφοδέλτιο,Μυστική ψηφοφορία,Σύντομο ψηφοδέλτιο,δημοψήφισμα,γράφω,αχ,ναι,ψηφοδέλτιο,Μαύρη μπάλα,όχι

No antonyms found.

absentee => απόν, absented => απών, absentation => απουσία, absentaneous => απόν, absent => απών,