Greek Meaning of yelping
γαύγισμα
Other Greek words related to γαύγισμα
Nearest Words of yelping
Definitions and Meaning of yelping in English
yelping (n)
a sharp high-pitched cry (especially by a dog)
yelping (p. pr. & vb. n.)
of Yelp
FAQs About the word yelping
γαύγισμα
a sharp high-pitched cry (especially by a dog)of Yelp
εκκωφαντικός,Ρινικό,διεισδυτικός,τρύπημα,τρίξιμο,στριγγός,υστερικός,παράπονο,γκρινιάρης,Κοκορομυξία
μπάσος,βαθύς,τάφος,βραχνός,Χαμηλός,βαρύς,χάσκι,τραχύς,καπνιστός,βραχνός
yelper => yelper, yelped => γαύγισε, yelp => γαύγισμα, yellowwort => Κίτρινη γεντιανή, yellowwood tree => Κίτρινο δέντρο,