Greek Meaning of wobbler

ταλαντευόμενος

Other Greek words related to ταλαντευόμενος

Definitions and Meaning of wobbler in English

Wordnet

wobbler (n)

something that wobbles

FAQs About the word wobbler

ταλαντευόμενος

something that wobbles

Τρέμω,κουνάω,τρέμω,τρέμω,δονείται,αναταράζω,κουβάς,σπασμωδία,κουνιέται,σκούντημα

συνεχίζω,αποφασίζω,Κατάδυση (σε),βουτάω (μέσα),ανακατεύω,πρόοδος,προϋπολογισμός

wobble => τρέμω, woald => Ουάλντ, woad-waxen => Κίτρινο, woadwaxen => Λουλάκι, woaded => Βαμμένο με γουάδο,