Greek Meaning of wayfarers

Ταξιδιώτες

Other Greek words related to Ταξιδιώτες

Definitions and Meaning of wayfarers in English

wayfarers

a traveler especially on foot

FAQs About the word wayfarers

Ταξιδιώτες

a traveler especially on foot

Αποδημητικά Πουλιά,Τσιγγάνοι,νομάδες,ταξιδιώτες,ταξιδιώτες,περιπλανώμενοι,αλήτες,αλήτες,περιπατητές,Περιπλανώμενοι

κάτοικοι,καναπεδάκηδες,κάτοικοι,κάτοικοι,έποικοι,κάτοικοι,κάτοικοι

waxes => κεριά, waving (aside or off) => κουνώντας (στο πλάι ή μακριά), waves => κύματα, wavery => κυματιστός, wavers => οι διστακτικοί,