Greek Meaning of vandalic
βανδαλικός
Other Greek words related to βανδαλικός
Nearest Words of vandalic
Definitions and Meaning of vandalic in English
vandalic (a.)
Of or pertaining to the Vandals; resembling the Vandals in barbarism and destructiveness.
FAQs About the word vandalic
βανδαλικός
Of or pertaining to the Vandals; resembling the Vandals in barbarism and destructiveness.
παραμορφωτής,αντιτορπιλικό,κατεδαφιστής,Βεβηλωτής,Γκραφιτάς,Ληστευτής,ληστής,σαμποτέρ,Tagger,Σπαταλάκος
προστάτης,σωτήρας,Συντηρητής,Συντηρητικό,συντηρητικός,συντηρητής
vandal => Βάνδαλος, vanda caerulea => Βάντα η γαλαζόχρωμη, vanda => βάντα, vancouver island => Νήσος Βανκούβερ, vancouver => Βανκούβερ,