Greek Meaning of upheaving
ανατρεπτικός
Other Greek words related to ανατρεπτικός
Nearest Words of upheaving
Definitions and Meaning of upheaving in English
upheaving
to move upward especially with power, to heave up
FAQs About the word upheaving
ανατρεπτικός
to move upward especially with power, to heave up
Ύψωση,ενίσχυση,χυδαίος,ανύψωση,ανατροφή,ανυψωτικός,Πεζοπορία,παραλαβή,ανατροφή,ανυψωτικός
καταθλιπτικός,πτώση,χαμήλωμα,βύθιση,βυθιζόμενος,καταδύοντας
upheaves => ανασηκώνει, upheaved => ανασηκωμένο, upheavals => ανατροπές, upgrading => αναβάθμιση, upgrades => αναβαθμίσεις,