FAQs About the word upheaves

ανασηκώνει

to move upward especially with power, to heave up

ανασηκώνει,γερανοί,αυξάνει,βάρη,γρύλος,αυξάνει,Άνοδος,ανυψώνει,πεζοπορίες,παραλαβές

καταθλίβει,σταγόνες,μειώνει,νεροχύτης,Βυθίζει,βυθίζει

upheaved => ανασηκωμένο, upheavals => ανατροπές, upgrading => αναβάθμιση, upgrades => αναβαθμίσεις, upgraded => αναβαθμισμένος,