Greek Meaning of unwaveringly
αμετακίνητα
Other Greek words related to αμετακίνητα
Nearest Words of unwaveringly
Definitions and Meaning of unwaveringly in English
unwaveringly (r)
with resolute determination
FAQs About the word unwaveringly
αμετακίνητα
with resolute determination
σταθερός,αμετάβλητος,αμετάβλητος,ακόμα,αμετάβλητος,αναλλοίωτος,ακλόνητος,στολή,αμετάβλητος,σταθερός
μεταβλητός,μη ομοιόμορφο,ασταθής,μεταβλητός,αποκλίνουσα
unwavering => ακλόνητος, unwatchful => απρόσεκτος, unwashen => άπλυτο, unwashed => ακάθαρτος, unwary => απρόσεκτος,