FAQs About the word unpeople

απρόσωπος

To deprive of inhabitants; to depopulate.

αποψιλωτικός

άνθρωποι,αποικίζω,κατοικώ,μετακίνηση (προς),κατοικώ,εγκαθιστώ,Μετεγκατάσταση (σε)

unpenitent => αμετανόητος, unpenetrable => Αδιαπέραστο, unpen => ανοιχτό, unpeg => άπαχο κρέας, unpeered => απαράμιλλος,