FAQs About the word colonize

αποικίζω

settle as a colony; of countries in the developing world, settle as colonists or establish a colony (in)

κατοικώ,άνθρωποι,κατοικώ,εγκαθιστώ,μετακίνηση (προς),Μετεγκατάσταση (σε)

αποψιλωτικός,απρόσωπος

colonization => αποικιοκρατία, colonist => Άποικος, coloniser => αποικιοκράτης, colonised => αποικιοκρατημένο, colonise => αποικίζω,