Greek Meaning of universal joint
Κατάκόρυφος άρσεις
Other Greek words related to Κατάκόρυφος άρσεις
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of universal joint
- universal gravitational constant => βαρυτική σταθερά
- universal gas constant => Καθολική σταθερά αερίων
- universal donor => Παγκόσμιος δότης
- universal agent => Παγκόσμιος πράκτορας
- universal => καθολικός
- univariant => μονομεταβλητή
- univalvular => μονόσπαστης
- univalvia => Τό αγγείο
- univalved => μονόθυρο
- univalve => μονόθυρο
- universal product code => Καθολικός κώδικας προϊόντος
- universal proposition => Συνολική πρόταση
- universal quantifier => Παγκόσμιος ποσοδείκτης
- universal resource locator => ενιαίος εντοπιστής πόρων
- universal set => Καθολική συλλογή
- universal solvent => Οικουμενικό διαλυτικό
- universal suffrage => Καθολική ψηφοφορία
- universal time => παγκόσμιος χρόνος
- universal veil => καθολικό πέπλο
- universalian => καθολικός
Definitions and Meaning of universal joint in English
universal joint (n)
coupling that connects two rotating shafts allowing freedom of movement in all directions
FAQs About the word universal joint
Κατάκόρυφος άρσεις
coupling that connects two rotating shafts allowing freedom of movement in all directions
No synonyms found.
No antonyms found.
universal gravitational constant => βαρυτική σταθερά, universal gas constant => Καθολική σταθερά αερίων, universal donor => Παγκόσμιος δότης, universal agent => Παγκόσμιος πράκτορας, universal => καθολικός,