Greek Meaning of universal resource locator
ενιαίος εντοπιστής πόρων
Other Greek words related to ενιαίος εντοπιστής πόρων
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of universal resource locator
- universal quantifier => Παγκόσμιος ποσοδείκτης
- universal proposition => Συνολική πρόταση
- universal product code => Καθολικός κώδικας προϊόντος
- universal joint => Κατάκόρυφος άρσεις
- universal gravitational constant => βαρυτική σταθερά
- universal gas constant => Καθολική σταθερά αερίων
- universal donor => Παγκόσμιος δότης
- universal agent => Παγκόσμιος πράκτορας
- universal => καθολικός
- univariant => μονομεταβλητή
- universal set => Καθολική συλλογή
- universal solvent => Οικουμενικό διαλυτικό
- universal suffrage => Καθολική ψηφοφορία
- universal time => παγκόσμιος χρόνος
- universal veil => καθολικό πέπλο
- universalian => καθολικός
- universalise => Παγκοσμιοποιήσω
- universalism => παγκοσμιότητα
- universalist => Universalist
- universalistic => πανανθρώπινος
Definitions and Meaning of universal resource locator in English
universal resource locator (n)
the address of a web page on the world wide web
FAQs About the word universal resource locator
ενιαίος εντοπιστής πόρων
the address of a web page on the world wide web
No synonyms found.
No antonyms found.
universal quantifier => Παγκόσμιος ποσοδείκτης, universal proposition => Συνολική πρόταση, universal product code => Καθολικός κώδικας προϊόντος, universal joint => Κατάκόρυφος άρσεις, universal gravitational constant => βαρυτική σταθερά,