Greek Meaning of universal suffrage
Καθολική ψηφοφορία
Other Greek words related to Καθολική ψηφοφορία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of universal suffrage
- universal solvent => Οικουμενικό διαλυτικό
- universal set => Καθολική συλλογή
- universal resource locator => ενιαίος εντοπιστής πόρων
- universal quantifier => Παγκόσμιος ποσοδείκτης
- universal proposition => Συνολική πρόταση
- universal product code => Καθολικός κώδικας προϊόντος
- universal joint => Κατάκόρυφος άρσεις
- universal gravitational constant => βαρυτική σταθερά
- universal gas constant => Καθολική σταθερά αερίων
- universal donor => Παγκόσμιος δότης
- universal time => παγκόσμιος χρόνος
- universal veil => καθολικό πέπλο
- universalian => καθολικός
- universalise => Παγκοσμιοποιήσω
- universalism => παγκοσμιότητα
- universalist => Universalist
- universalistic => πανανθρώπινος
- universality => Οικουμενικότητα
- universalize => καθολικοποιώ
- universalized => καθολικευμένος
Definitions and Meaning of universal suffrage in English
universal suffrage (n)
suffrage for all adults who are not disqualified by the laws of the country
FAQs About the word universal suffrage
Καθολική ψηφοφορία
suffrage for all adults who are not disqualified by the laws of the country
No synonyms found.
No antonyms found.
universal solvent => Οικουμενικό διαλυτικό, universal set => Καθολική συλλογή, universal resource locator => ενιαίος εντοπιστής πόρων, universal quantifier => Παγκόσμιος ποσοδείκτης, universal proposition => Συνολική πρόταση,