Greek Meaning of univalvular
μονόσπαστης
Other Greek words related to μονόσπαστης
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of univalvular
- univariant => μονομεταβλητή
- universal => καθολικός
- universal agent => Παγκόσμιος πράκτορας
- universal donor => Παγκόσμιος δότης
- universal gas constant => Καθολική σταθερά αερίων
- universal gravitational constant => βαρυτική σταθερά
- universal joint => Κατάκόρυφος άρσεις
- universal product code => Καθολικός κώδικας προϊόντος
- universal proposition => Συνολική πρόταση
- universal quantifier => Παγκόσμιος ποσοδείκτης
Definitions and Meaning of univalvular in English
univalvular (a.)
Same as Univalve, a.
FAQs About the word univalvular
μονόσπαστης
Same as Univalve, a.
No synonyms found.
No antonyms found.
univalvia => Τό αγγείο, univalved => μονόθυρο, univalve => μονόθυρο, univalent => Μονοσθενής, univalence => μονοσθένεια,