Greek Meaning of trophied

βραβευμένος

Other Greek words related to βραβευμένος

Definitions and Meaning of trophied in English

Webster

trophied (a.)

Adorned with trophies.

FAQs About the word trophied

βραβευμένος

Adorned with trophies.

τιμή,Κόσμημα,θησαυρός,έλξη,καυχιέμαι,πίστωση,Πετράδι του στέμματος,αριστεία,χαρακτηριστικό,δόξα

ατέλεια,Ελάττωμα,ατίμωση,ντροπή,ντροπή,κηλίδα,στίγμα,Κηλίδα,φόβος,Φρίκη

trophic => τροφικό, trophi => τρόπαια, tropeine => Τροπίνη, trope => Τρόπος, tropaeolum peregrinum => Τροπαίολο το γνήσιο,