Greek Meaning of trophosperm
τροφόσπερμα
Other Greek words related to τροφόσπερμα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of trophosperm
- trophotropic => τροφοτροπικό
- trophotropism => τροπισμός
- trophozoite => τροφζωίτης
- trophy => Τρόπαιο
- trophy case => Προθήκη τροπαίων
- trophy wife => τρόπαιο συζύγου
- tropic => τροπικός κύκλος
- tropic bird => Τροπικό πτηνό
- tropic of cancer => Τροπικός του Καρκίνου
- tropic of capricorn => Τροπικός του Αιγόκερω
Definitions and Meaning of trophosperm in English
trophosperm (n.)
The placenta.
FAQs About the word trophosperm
τροφόσπερμα
The placenta.
No synonyms found.
No antonyms found.
trophosome => Τροφόσωμα, trophonian => τροφοφώνιος, trophoblastic cancer => Τροφobλαστικό καρκίνωμα, trophoblastic => τροφobλαστικό, trophoblast => Τροφоблаστο,