Greek Meaning of traversal
διέλευση
Other Greek words related to διέλευση
- αποστολή
- πεζοπορία
- Μάρτιος
- αλήτης
- ταξίδι
- διασχίζω
- πεζοπορία
- ταξίδι
- συνταγματικός
- εκδρομή
- εκδρομή
- εκδρομή
- παρέλαση
- προσκύνημα
- παραλία
- γύρισμα
- Περιοδεία
- περιφέρω
- Περπάτημα
- αργός περίπατος
- υπηρεσιακό ταξίδι
- περίπατος
- Περιπλάνηση
- προσκύνημα
- Πρόοδος
- περιπλανιέμαι
- εύρος
- σαφάρι
- Σάλι
- ναναρίζω
- περιπατώ
- περίπατος
- σειρά
- περπατώ
- περιπλανάμαι
Nearest Words of traversal
- traversable => διαπεραστός
- travers => εγκάρσιος δοκός
- travel-worn => ταλαιπωρημένος από το ταξίδι
- travel-tainted => ταλαιπωρημένος από ταξίδια
- travel-stained => Ταλαιπωρημένος από τα ταξίδια
- travel-soiled => Ταλαιπωρημένος από το ταξίδι
- travelogue => Ταξιδιωτικό
- travelog => ημερολόγιο ταξιδιού
- travelling wave => Ταξιδεύων κύμα
- travelling salesman => Πωλητής πόρτα-πόρτα
Definitions and Meaning of traversal in English
traversal (n)
taking a zigzag path on skis
travel across
FAQs About the word traversal
διέλευση
taking a zigzag path on skis, travel across
αποστολή,πεζοπορία,Μάρτιος,αλήτης,ταξίδι,διασχίζω,πεζοπορία,ταξίδι,συνταγματικός,εκδρομή
No antonyms found.
traversable => διαπεραστός, travers => εγκάρσιος δοκός, travel-worn => ταλαιπωρημένος από το ταξίδι, travel-tainted => ταλαιπωρημένος από ταξίδια, travel-stained => Ταλαιπωρημένος από τα ταξίδια,