Greek Meaning of perambulation
Περιπλάνηση
Other Greek words related to Περιπλάνηση
- περίπατος
- περπατώ
- αργός περίπατος
- συνταγματικός
- παρέλαση
- περιπλανιέμαι
- περιπατώ
- Περιοδεία
- ταξίδι
- περιπλανάμαι
- εκδρομή
- αποστολή
- πεζοπορία
- εκδρομή
- υπηρεσιακό ταξίδι
- Μάρτιος
- εκδρομή
- περίπατος
- προσκύνημα
- προσκύνημα
- Πρόοδος
- παραλία
- εύρος
- σαφάρι
- Σάλι
- γύρισμα
- περιφέρω
- αλήτης
- ταξίδι
- διέλευση
- διασχίζω
- πεζοπορία
- σειρά
- Περπάτημα
Nearest Words of perambulation
Definitions and Meaning of perambulation in English
perambulation (n)
a walk around a territory (a parish or manor or forest etc.) in order to officially assert and record its boundaries
a leisurely walk (usually in some public place)
perambulation (n.)
The act of perambulating; traversing.
An annual survey of boundaries, as of town, a parish, a forest, etc.
A district within which one is authorized to make a tour of inspection.
FAQs About the word perambulation
Περιπλάνηση
a walk around a territory (a parish or manor or forest etc.) in order to officially assert and record its boundaries, a leisurely walk (usually in some public p
περίπατος,περπατώ,αργός περίπατος,συνταγματικός,παρέλαση,περιπλανιέμαι,περιπατώ,Περιοδεία,ταξίδι,περιπλανάμαι
No antonyms found.
perambulating => περιπλανώμενος, perambulated => περιδιαβαίνειν, perambulate => περιπατώ, perak => ασήμι, peragration => περιπλάνηση,