FAQs About the word tooling

εργαλεία

of Tool, Work performed with a tool.

οδήγηση,αυτοκίνηση,αυτοκίνηση,αγώνας,ιππασία,οδήγηση,σέρνοντας,χάκινγκ,χαρά της οδήγησης,κυλιόμενο

No antonyms found.

toolhouse => αποθήκη εργαλείων, tooled => εργαλείο, toolbox => εργαλειοθήκη, tool-and-die work => Εργαλειοποιία, tool steel => χάλυβας εργαλείων,