Greek Meaning of time lag

καθυστέρηση ώρας

Other Greek words related to καθυστέρηση ώρας

Definitions and Meaning of time lag in English

Wordnet

time lag (n)

time during which some action is awaited

FAQs About the word time lag

καθυστέρηση ώρας

time during which some action is awaited

κόμμα,προσωρινός,ενδιάμεσο,διακοπή,διάστημα,διάστημα,καθυστέρηση,παύση,χώρος,παράθυρο

συνέχεια,Συνέχεια,τρέχω,Τέντωμα,συνεχές,λιτανεία

time interval => χρονικό διάστημα, time immemorial => από αμνημονεύτων χρόνων, time frame => χρονικό πλαίσιο, time exposure => Έκθεση χρόνου, time draft => Χρονοδιάγραμμα,