Greek Meaning of hiccup
Λόξιγκας
Other Greek words related to Λόξιγκας
Nearest Words of hiccup
- hiccoughing => λόξυγκας
- hiccoughed => λόξυγγα
- hiccough nut => Μοσχοκάρυδο
- hiccough => Λόξιγκας
- hibiscus trionum => Μολοχία αιγυπτιακή
- hibiscus tiliaceus => Ίβισκος ο φυλλωώδης
- hibiscus syriacus => Ίβισκος ο Συριακός
- hibiscus sabdariffa => ΥΒΙΣΚΟΣ
- hibiscus rosa-sinensis => Ιβίσκος ο τριανθόσχημος
- hibiscus mutabilis => Ιβίσκος ο μεταβλητός
Definitions and Meaning of hiccup in English
hiccup (n)
(usually plural) the state of having reflex spasms of the diaphragm accompanied by a rapid closure of the glottis producing an audible sound; sometimes a symptom of indigestion
hiccup (v)
breathe spasmodically, and make a sound
FAQs About the word hiccup
Λόξιγκας
(usually plural) the state of having reflex spasms of the diaphragm accompanied by a rapid closure of the glottis producing an audible sound; sometimes a sympto
ασυνέχεια,διακοπή,καθυστέρηση,διακοπή,κενό,παύση,προσωρινός,ενδιάμεσο,διάλειμμα,μεσοβασιλεία
συνέχεια,Συνέχεια,τρέχω,συνεχές,λιτανεία,Τέντωμα
hiccoughing => λόξυγκας, hiccoughed => λόξυγγα, hiccough nut => Μοσχοκάρυδο, hiccough => Λόξιγκας, hibiscus trionum => Μολοχία αιγυπτιακή,