Greek Meaning of hiccoughing
λόξυγκας
Other Greek words related to λόξυγκας
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of hiccoughing
- hiccoughed => λόξυγγα
- hiccough nut => Μοσχοκάρυδο
- hiccough => Λόξιγκας
- hibiscus trionum => Μολοχία αιγυπτιακή
- hibiscus tiliaceus => Ίβισκος ο φυλλωώδης
- hibiscus syriacus => Ίβισκος ο Συριακός
- hibiscus sabdariffa => ΥΒΙΣΚΟΣ
- hibiscus rosa-sinensis => Ιβίσκος ο τριανθόσχημος
- hibiscus mutabilis => Ιβίσκος ο μεταβλητός
- hibiscus moscheutos => Ίβισκος ο μυώδης
Definitions and Meaning of hiccoughing in English
hiccoughing (p. pr. & vb. n.)
of Hiccough
FAQs About the word hiccoughing
λόξυγκας
of Hiccough
No synonyms found.
No antonyms found.
hiccoughed => λόξυγγα, hiccough nut => Μοσχοκάρυδο, hiccough => Λόξιγκας, hibiscus trionum => Μολοχία αιγυπτιακή, hibiscus tiliaceus => Ίβισκος ο φυλλωώδης,