Greek Meaning of syllogism
συλλογισμός
Other Greek words related to συλλογισμός
Nearest Words of syllogism
Definitions and Meaning of syllogism in English
syllogism (n)
deductive reasoning in which a conclusion is derived from two premises
FAQs About the word syllogism
συλλογισμός
deductive reasoning in which a conclusion is derived from two premises
λογική,λογική,συλλογισμός,σύνθεση,Επιχειρηματολογία,συνοχή,λογικότητα,πειστικότητα,συλλογισμός,Ορθολογισμός
αντιλογικός,ασυναρτησία,ανορθολογισμός,παραλογισμό,Τρέλα,ανοησία,ανοησία,ανοησία
syllogiser => συλλογιστής, syllogise => Συλλογίζομαι, syllepsis => Συλλήψις, syllabus => πρόγραμμα σπουδών, syllabub => Σιλάμπουμπ,