Greek Meaning of streetwalker
streetwalker
Other Greek words related to streetwalker
Nearest Words of streetwalker
- street-walk => περπάτημα στο δρόμο
- streetwalk => τριγύρνα στους δρόμους
- streetlight => φανάρι δρόμου
- streetcar track => Γραμμές τραμ
- streetcar => τραμ
- street urchin => αλήτης
- street theater => Θέατρο δρόμου
- street sweeper => Σκουπιδομανός
- street smarts => Γνώσεις δρόμου
- street smart => Έξυπνος στον δρόμο
Definitions and Meaning of streetwalker in English
streetwalker (n)
a prostitute who attracts customers by walking the streets
FAQs About the word streetwalker
Definition not available
a prostitute who attracts customers by walking the streets
μαστροπός,Τάρτα,Τηλεφωνήτρια,Κατσαρόλα,φλερτάρω,μονότονο,πόρνη,Πόρνη,απατεώνας,κυρία
No antonyms found.
street-walk => περπάτημα στο δρόμο, streetwalk => τριγύρνα στους δρόμους, streetlight => φανάρι δρόμου, streetcar track => Γραμμές τραμ, streetcar => τραμ,