Greek Meaning of stepping down

αποχωρώ

Other Greek words related to αποχωρώ

Definitions and Meaning of stepping down in English

Wordnet

stepping down (n)

a formal resignation and renunciation of powers

the act of abdicating

FAQs About the word stepping down

αποχωρώ

a formal resignation and renunciation of powers, the act of abdicating

παραίτηση,αναχωρούντος,αναχώρηση,Έξοδος,έξοδος,αφήνω,αναχώρηση,παραίτηση,συνταξιοδότηση,διακοπή καπνίσματος

αποδοχή,υιοθεσία,αγκαλιάζω,εναγκαλισμός,αρραβώνας

stepper => Βηματικός κινητήρας, stepped line => Βαθμιδωτή γραμμή, steppe => στέπα, stepparent => Πατριός ή μητριά, stepmother => μητριά,