FAQs About the word sower

σπορέας

someone who sows

Πιπέρι,σπρέι,ράνω,τελεία,διασκορπίζω,σκορπίζω,σκορπίζω,κουβέρτα,σκόνη,κηλίδες

συγκεντρώνω,συγκομιδή,συγκομιδή

sowbread => Κανделяβρι, sowbelly => Μπακαλιάρος, sowbane => Γλυστρίδα, sow thistle => Πικραλίδα, sow one's wild oats => σπείρνω την άγρια βρώμη μου,