FAQs About the word sots

Definition not available

drunkard, a habitual drunkard

Αλκοολικοί,μεθυσμένοι,αλκοολικοί,Πότες,Πότηδες,διψομανείς,πότες,Μέθυσοι,Μεθυσμένοι,καταπράσινος

Αποχές,Μη πότες,Εγκρατείς,εγκρατείς,Αποχή

sorts => ταξινομεί, sorting (through) => ταξινόμηση (μέσω), sortileges => μαγγανίες, sortilege => γοητεία, sorties => εφόδων,