FAQs About the word shoring up

υποστήριξη

the act of propping up with shores

ενίσχυση,φέροντας,στή­ριξη (προς τα πάνω),διαμονή,υποστηρίζων,βιώσιμο,ρουλεμάν,ενθαρρυντικός,ενίσχυση,υποστήριξη

απονομευτικά,εξασθένιση,υποσκάπτω

shoring => υποστύλωση, shoreward => προς την ακτή, shorer => βραχύτερος, shoreling => ακτή, shoreline => ακτογραμμή,