Greek Meaning of sewed

ραμμένο

Other Greek words related to ραμμένο

Definitions and Meaning of sewed in English

Wordnet

sewed (s)

fastened with stitches

Webster

sewed (imp.)

of Sew

Webster

sewed (p. p.)

of Sew

FAQs About the word sewed

ραμμένο

fastened with stitchesof Sew, of Sew

ραμμένο,Συρραμμένη,καταραμένος,μπαλωμένο,επισκευάστηκε,αλειμμένος,Χαμηλά,Κεντημένο με βελονιά σταυρού,ανακουφισμένος,κεντημένος

άραφος

sewe => ράβω, seward's folly => Η τρέλα του Σιούαρντ, seward peninsula => Χερσόνησος Σίουαρντ, seward => Σιούαρντ, sewage works => Εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων,