Greek Meaning of secondariness
δευτερεύοντα
Other Greek words related to δευτερεύοντα
Nearest Words of secondariness
- secondarily => δευτερευόντως
- secondaries => δευτερόλεπτα
- second world war => Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος
- second wind => δεύτερη πνοή
- second vatican council => Δεύτερη Σύνοδος του Βατικανού
- second trimester => Δεύτερο τρίμηνο
- second thought => δεύτερη σκέψη
- second string => Αναπληρωματικός
- second stomach => δεύτερο στομάχι
- second sight => Δεύτερη όραση
- secondary => δευτερεύων
- secondary amenorrhea => Δευτερογενής αμηνόρροια
- secondary cell => Δευτερεύον κύτταρο
- secondary censorship => δευτερογενής λογοκρισία
- secondary coil => Δευτερεύον πηνίο
- secondary dentition => Δόντια γάλακτος
- secondary diagonal => Δευτερεύουσα διαγώνιος
- secondary dysmenorrhea => Δευτεροπαθής δυσμηνόρροια
- secondary education => Δευτεροβάθμια εκπαίδευση
- secondary emission => δευτερογενής εκπομπή
Definitions and Meaning of secondariness in English
secondariness (n.)
The state of being secondary.
FAQs About the word secondariness
δευτερεύοντα
The state of being secondary.
παράγωγος,μεταχειρισμένο,Αποτέλεσμα,συνισταμένη,όχι πρωτότυπο
βασικός,θεμελιώδης,πρωτότυπο,πρώτο,πρωτεύον,μη παράγωγο
secondarily => δευτερευόντως, secondaries => δευτερόλεπτα, second world war => Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, second wind => δεύτερη πνοή, second vatican council => Δεύτερη Σύνοδος του Βατικανού,