Greek Meaning of secondariness

δευτερεύοντα

Other Greek words related to δευτερεύοντα

Definitions and Meaning of secondariness in English

Webster

secondariness (n.)

The state of being secondary.

FAQs About the word secondariness

δευτερεύοντα

The state of being secondary.

παράγωγος,μεταχειρισμένο,Αποτέλεσμα,συνισταμένη,όχι πρωτότυπο

βασικός,θεμελιώδης,πρωτότυπο,πρώτο,πρωτεύον,μη παράγωγο

secondarily => δευτερευόντως, secondaries => δευτερόλεπτα, second world war => Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, second wind => δεύτερη πνοή, second vatican council => Δεύτερη Σύνοδος του Βατικανού,