Greek Meaning of rurality
αγροτικότητα
Other Greek words related to αγροτικότητα
Nearest Words of rurality
Definitions and Meaning of rurality in English
rurality (n)
a rural characteristic or trait
rurality (n.)
The quality or state of being rural.
A rural place.
FAQs About the word rurality
αγροτικότητα
a rural characteristic or traitThe quality or state of being rural., A rural place.
ειδυλλιακός,Χώρα,Ποιμενικός,ρουστίκ,αγροτικός,αγροτικός,γεωργικός,επαρχιακός,επαρχία,απομακρυσμένος
αστικός,μητροπολίτης,δημοτικός,αστικοποιημένος,αστικοποιημένος,μετρό,μη αγροτικό,μη αγροτικός
ruralist => αγροκεντρικός, ruralism => αγροτικότητα, rurales => χωρικοί, rural free delivery => Δωρεάν αγροτική παράδοση, rural area => αγροτικές περιοχές,