Greek Meaning of religiously
θρησκευτικά
Other Greek words related to θρησκευτικά
Nearest Words of religiously
- religiousism => θρησκοληψία
- religious writing => Θρησκευτικά κείμενα
- religious trance => Θρησκευτική έξαψη
- religious text => θρησκευτικό κείμενο
- religious song => θρησκευτικό τραγούδι
- religious society of friends => θρησκευτική κοινωνία φίλων
- religious service => θρησκευτική λειτουργία
- religious sect => θρησκευτική αίρεση
- religious school => Θρησκευτικό σχολείο
- religious ritual => Θρησκευτικό τελετουργικό
Definitions and Meaning of religiously in English
religiously (r)
by religion
with extreme conscientiousness
religiously (adv.)
In a religious manner.
FAQs About the word religiously
θρησκευτικά
by religion, with extreme conscientiousnessIn a religious manner.
αφοσιωμένος,άγιος,λειτουργικός,ιερός,πνευματικός,Τελετουργία,ευλογημένος,ευλογημένος,αφιερωμένος,ιερός
κοσμικός,επίγειος,μη θρησκευόμενος,βέβηλος,χερσαίος,κοσμικός,καθημερινό,Γήινος
religiousism => θρησκοληψία, religious writing => Θρησκευτικά κείμενα, religious trance => Θρησκευτική έξαψη, religious text => θρησκευτικό κείμενο, religious song => θρησκευτικό τραγούδι,