FAQs About the word reimbursable

επιστρεπτέος

Capable of being repaid; repayable.

Αποζημιώνω,αποπληρώνω,αποπληρώνω,επιστροφή χρημάτων,δώσει πίσω,Εκκαθάριση,ξεπληρώνω,Πλήρωσε,Ανταποδοσια,ανταμοιβή

No antonyms found.

reimbody => μετεμψύχωση, reimbark => επιβίβαση εκ νέου, reim => ρίμα, reillumine => ξαναφωτίζω, reillumination => επανφωτισμός,