Greek Meaning of reimbursable
επιστρεπτέος
Other Greek words related to επιστρεπτέος
Nearest Words of reimbursable
Definitions and Meaning of reimbursable in English
reimbursable (a.)
Capable of being repaid; repayable.
FAQs About the word reimbursable
επιστρεπτέος
Capable of being repaid; repayable.
Αποζημιώνω,αποπληρώνω,αποπληρώνω,επιστροφή χρημάτων,δώσει πίσω,Εκκαθάριση,ξεπληρώνω,Πλήρωσε,Ανταποδοσια,ανταμοιβή
No antonyms found.
reimbody => μετεμψύχωση, reimbark => επιβίβαση εκ νέου, reim => ρίμα, reillumine => ξαναφωτίζω, reillumination => επανφωτισμός,