FAQs About the word regained

ανακτήσει

to gain or get again, to get back to (something), to get back to, to gain (something) anew

Ανακαταληφθείς,ανακτημένο,ανακτηθεί,ανάκτηση,πήρε πίσω,ανακτηθέν,επανήλθε,ανακτηθεί,ανακατέλαβε,επανασυλλεγμένο

χαμένος,εκτοπισμένο,τυχαίνω

reg => τακτική έκφραση, refutes => διαψεύδει, refutations => ανασκευές, refusnik => Αρνητής, refuses => αρνείται,