Greek Meaning of reevaluating

επαναξιολόγηση

Other Greek words related to επαναξιολόγηση

Definitions and Meaning of reevaluating in English

reevaluating

to evaluate (something or someone) again especially with regard to changes or new information

FAQs About the word reevaluating

επαναξιολόγηση

to evaluate (something or someone) again especially with regard to changes or new information

αναθεώρηση,αναθεώρηση,επανακαθορισμός,τροποποίηση,εκ νέου αποτίμηση,επαναξιολόγηση,διορθωτική,Μεταρρυθμίζοντας,επανεξέταση,επανεκτίμηση

ισχυριζόμενος,υπερασπίζοντας,συντηρώντας,διατήρηση

re-evaluated => επαναξιολογήθηκε, reevaluated => Αξιολογήθηκε εκ νέου, re-equipping => επανεξοπλίζω, reequipping => επανεξοπλισμός, re-equipped => Επανεξοπλισμένο,