Greek Meaning of redding

Ρέντινγκ

Other Greek words related to Ρέντινγκ

Definitions and Meaning of redding in English

Wordnet

redding (n)

a town in north central California on the Sacramento River

FAQs About the word redding

Ρέντινγκ

a town in north central California on the Sacramento River

τακτοποιώ,οργανώνω,στολίζω,ισιώστε (πάνω ή έξω),Διακόσμηση,Ταξινομήσω,διαθέτω,συντάσσειν,παραλαμβάνω,τακτοποιημένος

αποδιοργανώνω,ακαταστασία,διαταραχή,αποδιοργανώνω,διαταράσσω,ενοχλώ,ανακάτεμα,χάος (πάνω),ανακατεύω,χάος

reddening => ερυθρότητα, reddened => κόκκινος, reddendum => δικαίωμα εξαγοράς, redden => κοκκινίζω, redde => απόδωσε,