FAQs About the word ravener

κοράκι

One who, or that which, ravens or plunders., A bird of prey, as the owl or vulture.

Έβενος,μελαχρινή,σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτεινός,σκοτεινός,οξύς,κουνάβι,μελανός,μελαχρινός,μελανωμένος

λευκό,φωτεινό,εξαιρετικό,φως,χλωμός,χλωμός

ravened => πεινασμένος, ravenala madagascariensis => Ραβενάλα η μαδαγασκαρική, ravenala => δέντρο του ταξιδιώτη, raven => κόρακας, ravelling => ξετύλιγμα,