FAQs About the word brunette

μελαχρινή

a person with dark (brown) hair, marked by dark or relatively dark pigmentation of hair or skin or eyesA girl or woman with a somewhat brown or dark complexion.

σκοτεινός, -ή, -ό,μελαχρινός,μελανός

φως,χλωμός,χλωμός,χλωμός,σταχτί,μπουγάτσα,κορύφωσε,Χλωμός,χλωμός,χλωμός

brunet => μελαχρινός, brunelleschi => Μπρουνέλεςκι, bruneian => Μπρουνέι, brunei dollar => δολάριο του Μπρουνέι, brunei => Μπρουνέι,