Greek Meaning of quantitative analysis
Ποσοτική ανάλυση
Other Greek words related to Ποσοτική ανάλυση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of quantitative analysis
- quantitative chemical analysis => Ποσοτική χημική ανάλυση
- quantitative relation => Ποσοτική σχέση
- quantitatively => ποσοτικά
- quantities => ποσότητες
- quantitive => Ποσοτικός
- quantitively => ποσοτικά
- quantity => ποσότητα
- quantity unit => Μονάδα ποσότητας
- quantivalence => σθένους
- quantivalent => ποσοτικό
Definitions and Meaning of quantitative analysis in English
quantitative analysis (n)
chemical analysis to determine the amounts of each element in the substance
FAQs About the word quantitative analysis
Ποσοτική ανάλυση
chemical analysis to determine the amounts of each element in the substance
No synonyms found.
No antonyms found.
quantitative => ποσοτικός, quantise => Ποσοτικοποίηση, quantisation => Κβάντιση, quantify => quantify **ποσοτικοποιώ, quantifier => κβαντοποιητής,