Greek Meaning of quantify

quantify **ποσοτικοποιώ

Other Greek words related to quantify **ποσοτικοποιώ

Definitions and Meaning of quantify in English

Wordnet

quantify (v)

use as a quantifier

express as a number or measure or quantity

FAQs About the word quantify

quantify **ποσοτικοποιώ

use as a quantifier, express as a number or measure or quantity

αξιολογώ,υπολογίζω,μέτρο,ζυγίζω,Διαπιστώνω,υπολογίζω,βαθμονομούμαι,εκτίμηση,αξιολογώ,μετρητής

No antonyms found.

quantifier => κβαντοποιητής, quantification => ποσοτικοποίηση, quantifiable => ποσοτικοποιήσιμος, quantifiability => Ποσοτικοποίηση, quantic => κβαντικός,