Greek Meaning of propulsive
ωθητικό
Other Greek words related to ωθητικό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of propulsive
- propulsion system => Προωστικό σύστημα
- propulsion => πρόωση
- props => υλικά σκηνής
- proprionamide => Προπαναμίδιο
- proprioceptor => ιδιοδεκτικό αισθητήριο
- proprioceptive => ιδιοδεκτικός
- proprioception => ιδιοδεκτικότητα
- propriety => περιουσία
- proprietress => ιδιοκτήτρια
- proprietorship certificate => πιστοποιητικό ιδιοκτησίας
- propyl => προπύλιο
- propyl alcohol => Ισοπροπυλική αλκοόλη
- propyl group => ομάδα προπυλίου
- propyl radical => Ριζικό προπυλίου
- propylene => προπυλένιο
- propylene glycol => Προπυλενογλυκόλη
- propylthiouracil => προπυλοθειοουρακίλη
- prorate => αναλογικά κατανεμηθεί
- proration => αναλογία
- prorogation => παράταση
Definitions and Meaning of propulsive in English
propulsive (a)
having the power to propel
propulsive (s)
tending to or capable of propelling
FAQs About the word propulsive
ωθητικό
having the power to propel, tending to or capable of propelling
No synonyms found.
No antonyms found.
propulsion system => Προωστικό σύστημα, propulsion => πρόωση, props => υλικά σκηνής, proprionamide => Προπαναμίδιο, proprioceptor => ιδιοδεκτικό αισθητήριο,