Greek Meaning of proprioceptor
ιδιοδεκτικό αισθητήριο
Other Greek words related to ιδιοδεκτικό αισθητήριο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of proprioceptor
- proprioceptive => ιδιοδεκτικός
- proprioception => ιδιοδεκτικότητα
- propriety => περιουσία
- proprietress => ιδιοκτήτρια
- proprietorship certificate => πιστοποιητικό ιδιοκτησίας
- proprietorship => ιδιοκτησία
- proprietary drug => Ιδιοκτησιακό φάρμακο
- proprietary colony => Aποικία ιδιοκτησίας
- proprietary => αποκλειστική ιδιοκτησία
- propping up => στηρίζει
Definitions and Meaning of proprioceptor in English
proprioceptor (n)
special nerve endings in the muscles and tendons and other organs that respond to stimuli regarding the position and movement of the body
FAQs About the word proprioceptor
ιδιοδεκτικό αισθητήριο
special nerve endings in the muscles and tendons and other organs that respond to stimuli regarding the position and movement of the body
No synonyms found.
No antonyms found.
proprioceptive => ιδιοδεκτικός, proprioception => ιδιοδεκτικότητα, propriety => περιουσία, proprietress => ιδιοκτήτρια, proprietorship certificate => πιστοποιητικό ιδιοκτησίας,