Greek Meaning of proprietor
proprietor
Other Greek words related to proprietor
Nearest Words of proprietor
- proprietary drug => Ιδιοκτησιακό φάρμακο
- proprietary colony => Aποικία ιδιοκτησίας
- proprietary => αποκλειστική ιδιοκτησία
- propping up => στηρίζει
- propoxyphene => προποξυφαίνη
- propound => προτείνω
- propositus => πρόταση
- propositional logic => Προτασιακή λογική
- propositional calculus => Προτασιακός λογισμός
- proposition => Πρόταση
- proprietorship => ιδιοκτησία
- proprietorship certificate => πιστοποιητικό ιδιοκτησίας
- proprietress => ιδιοκτήτρια
- propriety => περιουσία
- proprioception => ιδιοδεκτικότητα
- proprioceptive => ιδιοδεκτικός
- proprioceptor => ιδιοδεκτικό αισθητήριο
- proprionamide => Προπαναμίδιο
- props => υλικά σκηνής
- propulsion => πρόωση
Definitions and Meaning of proprietor in English
proprietor (n)
(law) someone who owns (is legal possessor of) a business
FAQs About the word proprietor
Definition not available
(law) someone who owns (is legal possessor of) a business
ιδιοκτήτης,κάτοχος,συνιδιοκτήτης,συνιδιοκτήτης,κάτοχος,Ενοικιαστής,ιδιοκτήτης γης
μισθωτής,Kαταπατητής,ενοικιαστής,ενοικιαστής
proprietary drug => Ιδιοκτησιακό φάρμακο, proprietary colony => Aποικία ιδιοκτησίας, proprietary => αποκλειστική ιδιοκτησία, propping up => στηρίζει, propoxyphene => προποξυφαίνη,