FAQs About the word proprietor

Definition not available

(law) someone who owns (is legal possessor of) a business

ιδιοκτήτης,κάτοχος,συνιδιοκτήτης,συνιδιοκτήτης,κάτοχος,Ενοικιαστής,ιδιοκτήτης γης

μισθωτής,Kαταπατητής,ενοικιαστής,ενοικιαστής

proprietary drug => Ιδιοκτησιακό φάρμακο, proprietary colony => Aποικία ιδιοκτησίας, proprietary => αποκλειστική ιδιοκτησία, propping up => στηρίζει, propoxyphene => προποξυφαίνη,